Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

«Δεν μπορώ να σας κοιτάω στα μάτια…»



Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*

«Να τα πάρουν από κείνους που κλέψανε, εγώ τι φταίω», είπε βαρύθυμα ο Κυριάκος, καθώς πλήρωνα τον λογαριασμό. Δεν μού έδωσε απόδειξη, έπρεπε να τη ζητήσω. Αυτό έκανε πάντοτε. Η ψαροταβέρνα του είναι πάνω στο κύμα, κυριολεκτικά. Φυσικά, παράνομη. Δεν ξέρω αν καταλάβαινε την παραδοξότητα της παρατήρησής του, υποψιάζομαι πως όχι: ο φοροκλέπτης ήθελε να πληρώσουν οι κλέφτες – οι άλλοι!

Δεν είναι ο μόνος. Ο εθνικός μας γελωτοποιός, έχοντας αποφύγει παράνομα τη στρατιωτική του θητεία, παραδίδει μαθήματα γκλαμουράτου αριστερού λαϊκισμού στους εγχώριους πληβείους, κάθε Τρίτη βράδυ: «να πληρώσουν αυτοί που κλέψανε». Ο «υπέροχος λαός», όπως τον χαρακτήρισε ο φιλέλληνας πρωθυπουργός μας, δεν φταίει σε τίποτε. Ποιοι είναι οι άλλοι; Το «διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο» (εβραϊκό φυσικά) οι απόγονοι των Ναζί, οι εγχώριοι «δωσίλογοι», τα «λαμόγια» που κυβερνούν. Ενα είναι βέβαιο: οι άλλοι φταίνε, οι «μεγάλοι».

Ουδόλως εκπλήσσει ότι το λαϊκ (ιστικ) ό αρχέτυπο απόδοσης ευθυνών συμμερίζονται και οι «μεγάλοι», αντεστραμμένο φυσικά. Ο θυματοποιημένος λαός μέμφεται τους ανεπαρκείς ηγέτες του και αντιστρόφως, σε έναν ατέλειωτο φαύλο κύκλο-εμβληματικό γνώρισμα παθολογικής λειτουργίας ενός κοινωνικού συστήματος. «Οι υπουργοί Οικονομικών είναι οι τελευταίοι που πρέπει να κατηγορηθούν, διότι πιέζονται από συναδέλφους τους υπουργούς και την κοινωνία γενικά», είπε ο αρχιτέκτονας της οικονομικής καταστροφής κ. Αλογοσκούφης σε ομιλία του στο LSE, αποσπώντας τη χλεύη του ακροατηρίου. Ο δε πρώην πρωθυπουργός Καραμανλής Β΄, ο Ελάχιστος, όταν βρει λίγο χρόνο μεταξύ των θαλασσινών μπάνιων του και των εξόδων του σε μπαρ να αναστοχαστεί την αθλιότητα της διακυβέρνησής του, καταλήγει πάντα στο ίδιο αυτοεξυπηρετικό συμπέρασμα: «Με εμπόδισε η ισοπεδωτική αντίδραση των βολεμένων του συστήματος» («Βήμα», 2/5/2010). Προσέξτε: ο λαός φταίει, άξιζα έναν καλύτερο λαό!

Ευτυχώς δεν είμαστε όλοι παχύδερμα. Για αρκετούς η κρίση λειτουργεί ως υπαρξιακή αγωνία. Ασυνήθιστες εμπειρίες, όπως η καθολική όσο και δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου και, πιθανώς, η επίσημη οικονομική χρεοκοπία αύριο, λειτουργούν απο-καλυπτικά: η θεσμική σταθερότητα διασαλεύεται, οι ανεπίσημες πρακτικές που διασφάλιζαν την απρόσκοπτη καθημερινότητα αποσταθεροποιούνται, ό, τι θεωρούσαμε αυτονόητο αμφισβητείται. Αίφνης, η ζωή χρειάζεται ανα-νοηματοδότηση. «Το θέμα είναι τώρα τι λες», όπως γράφει ο ποιητής.

Η υπαρξιακή αγωνία είναι μια εμπειρία σύγχυσης: αισθάνεσαι άστεγος, αποξενωμένος, ταραγμένος. Συγχρόνως, αποκτάς επίγνωση της υπαρκτικότητάς σου, την οποία θεωρούσες δεδομένη, απορροφημένος καθώς ήσουν στις ρουτινώδεις δραστηριότητές σου. Ξαφνικά, απωθημένες ή νέες ερωτήσεις τίθενται: πώς πρέπει να ζω; Γιατί ζω έτσι; Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Η υπαρξιακή αγωνία σού δίνει τη δυνατότητα να επανοικειωθείς την ύπαρξή σου, να τη νοηματοδοτήσεις με διαύγεια, να ζήσεις μια πιο αυθεντική ζωή.

Ζούμε τη ζωή μας διαθλασμένη μέσα από τις απαιτήσεις και προσδοκίες των άλλων – είναι το τίμημα που καταβάλλουμε για τη μετοχή μας στον κοινό βίο. Οπως δείχνει η τέχνη και η επιστήμη, προσεγγίζουμε την αυθεντικότητα όταν ακολουθούμε με διαύγεια και αποφασιστικότητα μια δυνατότητα που διανοίγεται στην παράδοσή μας. Ο άνθρωπος είναι «πάντοτε μόνο αυτό που επέλεξε να είναι», παρατηρεί ο Χάιντεγκερ. Η αγωνία που επιφέρει μια κρίση, όταν αφεθούμε να τη βιώσουμε ως τέτοια, απο-καλύπτει τις επιλογές που έχουμε ήδη κάνει και μας θυμίζει την ενδεχομενική φύση αυτών των επιλογών – άρα των διαφορετικών επιλογών που θα μπορούσαμε εφεξής να κάνουμε.

Η βιωματική γλώσσα της προσωπικής ευθύνης είναι μια χαμένη γλώσσα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Αναζητούμε διαρκώς προσχήματα, προκειμένου να απωθούμε τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτουν οι αστοχίες μας, πασχίζουμε να μη βιώσουμε την αγωνία. Οι περισσότεροι αντιδρούμε όπως οι κάτοικοι της Λήμνου τον Ιούνιο 2009, οι οποίοι προπηλάκισαν και τελικά έδιωξαν κλιμάκιο του ΣΔΟΕ όταν αυτό επιχείρησε να κάνει φορολογικούς ελέγχους στα καταστήματά τους («Ελευθεροτυπία», 26/6/2009). «Από μας βρήκατε να αρχίσετε;» είναι η μόνιμη επωδός ουκ ολίγων ελεγχομένων πολιτών. «Να αρχίσετε από τους μεγάλους» - τους άλλους. Και όταν οι «μεγάλοι», όπως ο Καρβέλας, ο Κεφαλογιάννης, ο Βουλγαράκης, ο Αλογοσκούφης κι ο Κοντομηνάς ελέγχονται, μεταθέτουν κι αυτοί με τη σειρά τους την ευθύνη σε «σκοπιμότητες» των αντιπάλων τους. Φταίω; Εγώ;

Ναι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Η γλώσσα της ευθύνης, όμως, είναι πρωτίστως ηθική, και μετά όλα τα άλλα (πολιτική, νομική, διοικητική). Οταν ο ταβερνιάρης φοροφυγάς, ο αυθαίρετος οικιστής, ο Αλογοσκούφης, ο Καραμανλής, και οι λοιποί πολιτικάντηδες αποποιούνται τις επιμέρους ευθύνες τους, απωθούν τη δυνατότητα να ξαναδούν τον ρόλο τους διαφορετικά, να σχετιστούν με τον εαυτό τους και τους άλλους πιο αυθεντικά. Αρνούνται να βιώσουν την αγωνία, για να μην χρειαστεί να αλλάξουν. Γι’ αυτό τα λόγια τους είναι τόσο υποκριτικά και ανέμπνευστα.

Αν είχαν την απαιτούμενη αυθεντικότητα, αυτή που παράγεται από τη βίωση της αγωνίας, θα έλεγαν αυτό που τόσο αξιοθαύμαστα είπε ο 28χρονος Παναγιώτης Διώτης στο σημείωμα που άφησε, πριν από την απόπειρα αυτοκτονίας του, όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε πάρει το πτυχίο της Νομικής, παραπλανώντας τόσο τους γονείς του όσο και τον υπουργό Δημόσιας Τάξης που τον είχε προσλάβει ως σύμβουλο: «Δεν μπορώ να σας κοιτάξω στα μάτια. […] Πρέπει να τιμωρηθώ για τα λάθη που έχω κάνει….» («Βήμα», 20/12/2009). Ξέρετε πολλούς πολιτικούς που θα βίωναν την αγωνία του Παναγιώτη;

*Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail. com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου